- ακρόμακρα
- επίρρ. чуть поодаль, невдалеке
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακρόμακρα — επίρρ. σε αρκετή απόσταση, μακρούτσικα (Ερωτόκρ. Β. 1, 429). [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + επίρρ. μακρά] … Dictionary of Greek